- παραβίωση
- Αντίδραση φάσης του ζωντανού ιστού σε ερέθισμα ορισμένης διάρκειας και ισχύος, με το οποίο καταστέλλονται παροδικά η ερεθιστικότητα, η αγωγιμότητα και οι φυσιολογικές διεργασίες διέγερσης του ιστού. Το φαινόμενο της π. επιδείχθηκε το 1901 από τον Ν. Ε. Βεντένσκι, που ανέπτυξε και τη θεωρία της π., χρησιμοποιώντας το νευρομυϊκό σύστημα βατράχου.
Καθώς εφαρμόζεται ένα ερέθισμα, για παράδειγμα ηλεκτρικό ρεύμα, σε ένα νεύρο, εμφανίζεται και αναπτύσσεται σταδιακά μια φασική αλλαγή στις ιδιότητες αντίδρασης του νεύρου στο σημείο του ερεθισμού. Στην πρώτη φάση, τη φάση του μετασχηματισμού, ένα ασθενές ερέθισμα μιας περιοχής του νεύρου, που γειτονεύει με την περιοχή της π., έχει ως αποτέλεσμα ίδιου περίπου τύπου μυϊκές συσπάσεις με έναν ισχυρό ερεθισμό. Τόσο με ισχυρά όσο και με ασθενή ερεθίσματα, το εύρος της σύσπασης ελαττώνεται σε σύγκριση με το εύρος που προκαλείται σε νεύρο που δεν έχει υποστεί π. Στη δεύτερη φάση, την παραδοξική ή παράδοξη, ισχυρά ερεθίσματα σε περιοχή που γειτονεύει με την περιοχή της π. έχουν ως αποτέλεσμα ασθενέστερες τετανικές συσπάσεις απ’ ό,τι τα ασθενή ερεθίσματα. Στην τρίτη φάση, την ανασταλτική, και τα ασθενή και τα ισχυρά ερεθίσματα, που εφαρμόζονται σε περιοχή του νεύρου η οποία απέχει αρκετά από την περιοχή της π., δεν προκαλούν καθόλου σύσπαση. Η συνεχής εφαρμογή του παραβιωτικού ερεθίσματος προκαλεί μη αντιστρεπτές αλλαγές και ατροφία του νεύρου. Όταν λείψει το ερέθισμα, το νεύρο επανέρχεται σταδιακά στην αρχική κατάσταση με την αντίστροφη σειρά των φάσεων της π.
Οι θεωρίες για τον μηχανισμό της π. εμπλουτίστηκαν αργότερα με την έρευνα των μηχανισμών της διέγερσης και της εναλλαγής της αναστολής στο κεντρικό νευρικό σύστημα, και με την έρευνα για την ανώτερη νευρική δραστηριότητα γενικά. Οι έρευνες του I. Π. Παβλόφ απέδειξαν ότι, καθώς εμφανίζεται η εσωτερική αναστολή στον φλοιό του εγκέφαλου, παρατηρείται μια τέταρτη φάση π., η υπερπαραδοξική. Στη φάση αυτή τα θετικά ερεθίσματα προκαλούν αρνητικό αποτέλεσμα, ενώ τα αρνητικά προκαλούν θετικό ερέθισμα.
Με τον όρο π. ονομάζεται στη φυσιολογία η πειραματική μέθοδος, με την οποία το κυκλοφορικό και το λεμφικό σύστημα δύο ή περισσότερων οργανισμών ενώνονται τεχνητά. Στην οικολογία εξάλλου, με τον όρο π. χαρακτηρίζεται η συνύπαρξη ζώων από διαφορετικά είδη. Στη συνύπαρξη αυτή το ένα, ο παραβιώτης, ωφελείται μόνιμα ή παροδικά από τον άλλο, χωρίς όμως να του προξενεί καμιά βλάβη. Ο παραβιώτης μπορεί να χρησιμοποιεί τον άλλο οργανισμό για προστασία ή για να μεταφέρεται ή για να τρέφεται. Έτσι, σύμφωνα με τον χαρακτήρα των αμοιβαίων σχέσεων, τα παραβιωτικά ζώα διακρίνονται σε τρεις ομάδες. Στην πρώτη, ο παραβιώτης περιορίζεται στη χρησιμοποίηση της τροφής του οργανισμού που ανήκει σε άλλο είδος, στη δεύτερη στερεώνεται παροδικά ή μόνιμα στο σώμα του άλλου ζώου, που στην περίπτωση αυτή ονομάζεται ξενιστής, και στην τρίτη εγκαθίσταται στα σπλάχνα του ξενιστή.
* * *ηβιολ.1. φαινόμενο κοινής διαβίωσης, παράλληλης ανάπτυξης δύο διαφορετικών οργανισμών οι οποίοι ούτε ωφελούνται ούτε βλάπτονται από αυτήν2. πειραματική συγκόλληση με χειρουργική επέμβαση δύο ζώων τού ίδιου είδους που όμως βρίσκονται σε διαφορετική ορμονική κατάσταση για την μελέτη τής αμοιβαίας επίδρασης3. η λαθροβίωση4. η χρησιμοποίηση τής ίδιας φωλιάς από αποικίες διαφορετικών ειδών κοινωνικών εντόμων τα οποία ωστόσο διατηρούν τις προνύμφες τους σε ιδιαίτερους χώρους5. φρ. «παραβίωση νεύρου»φυσιολ. μεταβολή τής κατάστασης ενός νεύρου λόγω ισχυρού και παρατεταμένου ερεθισμού, όπως λ.χ. σε περίπτωση νάρκωσης, η οποία, τελικά, προκαλεί κατάργηση τών λειτουργιών αυτού τού νεύρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parabiosis (< παρ[α]-* + βίωση < βιώ)].
Dictionary of Greek. 2013.